- ῥευματισμούς
- ῥευματισμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρευματικό — ή, ό / ῥευματικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος») 2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική αυτός που πάσχει από ρευματισμούς 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά η … Dictionary of Greek
ρευματικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στους ρευματισμούς ή πάσχει από ρευματισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρρευμάτιστος — ἀρρευμάτιστος, ον (Α) [ρευματίζομαι] 1. αυτός που δεν πάσχει από ρευματισμούς 2. ο στυπτικός … Dictionary of Greek
κινησιαλγία — η ιατρ. ισχυρός πόνος που γίνεται αισθητός στους μυς όταν συστέλλονται και που προέρχεται από τραυματική μυΐτιδα, ρευματισμούς ή επώδυνες συνολκές, δηλ. κράμπες … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
ρευματίζω — Α [ῥεῡμα, ατος] 1. (ενεργ και μέσ.) υποφέρω από ρευματισμούς («ῥευματιζόμενά τινα μέρεα», Τίμ. Λοκρ.) 2. μέσ. ῥευματίζομαι ρέω σαν ρεύμα («οἱ δὲ πορθμοὶ ῥευματίζονται κατ ἄλλον τρόπον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ρευματιώ — άω, Ν πάσχω από ρευματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, ατος + κατάλ. ιώ (πρβλ. μυρμηκ ιώ). Το ρ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
ρευματοειδής — ές, Ν ιατρ. 1. αυτός ο οποίος οφείλεται στους ρευματισμούς ή μοιάζει με αυτούς 2. φρ. α) «ρευματοειδής αρθρίτιδα» ιατρ. συστηματική φλεγμονώδης νόσος τών αρθρώσεων, αλλά και εξωαρθρικών ανατομικών στοιχείων, αυτοανοσιακής αιτιολογίας β)… … Dictionary of Greek
ρευματολόγος — ο, Ν γιατρός ειδικός για τους ρευματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatologist < rheumatology (βλ. λ. ρευματολογία)] … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek